- υποδιαμέτρημα
- το, Νναυτ.1. διαμέτρημα πυροβόλου μικρότερο τού κανονικού2. φρ. «πυροβόλο υποδιαμετρήματος»(παλαιότερα) πυροβλητικός σωλήνας μικρού διαμετρήματος, τον οποίο τοποθετούσαν σε κοιλότητα πυροβόλου ή στερεωνόταν πάνω του, κατά τη διεύθυνση τού άξονά του, με σκοπό την εκτέλεση εκπαιδευτικής βολής σε μικρές αποστάσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)-* + διαμέτρημα «η διάμετρος τού σωλήνα πυροβόλου όπλου»].
Dictionary of Greek. 2013.